- γυναικάρεσκος
- η , ο [ος , ον ] галантный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυναικάρεσκος — ο αβρός προς τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + άρεσκος < αρέσκω (πρβλ. ανθρωπάρεσκος, αυτάρεσκος). Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
γυναικαρέσκεια — η αβρότητα προς τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυναικάρεσκος. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek